αμεθόδευτος

αμεθόδευτος
η , ο [ος , ον ] см. αμέθοδος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αμεθόδευτος" в других словарях:

  • ἀμεθόδευτος — not to be cajoled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμεθόδευτος — η, ο (AM ἀμεθόδευτος, ον) [μεθοδεύω] νεοελλ. ο δίχως μέθοδο, ο αμέθοδος μσν. ανεπανόρθωτος, αδιόρθωτος, αθεράπευτος αρχ. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν δελεάσει, να τόν εξαπατήσει …   Dictionary of Greek

  • αμεθόδευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έγινε με σύστημα: Οι ενέργειές σου δεν έφεραν αποτέλεσμα, γιατί ήταν αμεθόδευτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμεθόδευτον — ἀμεθόδευτος not to be cajoled masc/fem acc sg ἀμεθόδευτος not to be cajoled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεθοδεύτων — ἀμεθόδευτος not to be cajoled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεθόδευτα — ἀμεθόδευτος not to be cajoled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»